προούσιος

προούσιος
προούσιος
prior to Being
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προούσιος — ία, ον, ΜΑ (για τον Θεό) αυτός που υπήρχε πριν από κάθε ουσία, πριν από την εμφάνιση οποιουδήποτε όντος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ προουσία η ουσία που προϋπήρχε. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. εν ούσιος] …   Dictionary of Greek

  • προούσιον — προούσιος prior to Being masc/fem acc sg προούσιος prior to Being neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προουσίου — προούσιος prior to Being masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προουσίων — προούσιος prior to Being masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”